Άι στου Δη-, μωρέ, στου  Δημητράκη την αυλή

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, στου Δημητράκ’ τα σπίτια

Αχ, θαρού-, μωρέ, θαρούσα γάμος γένουνταν

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, θαρούσα πανηγύρι

Αχ, κι αυτό, μωρέ, αχ κι αυτό είναι ο Μίτσιος άρρωστος

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα,βαριά για να πεθάνει

Αχ, τον κλαίν’, μωρέ, τον κλαίεν τα παλικάρια του

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα,τον κλαίει κι ο κόσμος όλος

Αχ, το πώς, μωρέ, το πώς τον κλαίει κι ο ψυχογιός

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, κανένας δεν τον κλαίει

Αχ, σήκω, μωρέ, σήκω ως απάνω, Μίτσιο μου

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, μπροστά για να χορέψεις

Αχ, εγώ, μωρέ, εγώ σας λέω δεν μπορώ

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, κ’ εσείς μου λέτε σήκω

Αχ, τραβί-, μωρέ, τραβίξτεμε να σηκωθώ

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, και βάλτε με να κάτσω

Αχ, και φέρτε μου το νταμπουρά

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, και το καραντουζένι

Αχ, να βγά-, μωρέ, να βγάλω το τραγούδι μου

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, το παραπονεμένο

Αχ, να κά-, μωρέ, να κάνω τα βουνά να κλαιν’

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, τους κάμπους να δακρύζουν

Αχ, να κά-, μωρέ, να κάνω την αγάπη μου

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, να χύνει μαύρα δάκρυα

Αχ, να πέ-, μωρέ, να πέφτουν στα κόρφια της

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, και πάν’ στα γονατά της

Αχ, να γί-, μωρέ, να γίνουν φίδια να την φάν’

Άιντε μώρε παιδιά μ’ καϋμένα, οχιές με δυο κεφάλια

χορεύεται

κάθε δεύτερο στίχος επαναλαμβάνετε, αλλά αρχίζει από το  «μωρέ» και όχι από την αρχή

νταμπουρά  ή ταμπουράς: Ο ταμπουράς είναι συνήθως τρίχορδος με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και λεπτό μακρύ χέρι

καραντουζένι = είναι το κούρδισμα λα (καντίνι)