Λάλισε, κούκε μ’ , λάλισε, καϋμέν’

Λαλά το πως λαλούσες, παλικάρια του Τζιοβαραλιά

Σαν θα λαλίσω τι να πω, καϋμέν’

Τι να σας μολογίσω, παλικάρια του Τζιοβαραλιά

Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, καϋμέν’

Το καλοκαίρι μαύρο, παλικάρια του Τζιοβαραλιά

Κ’ αυτός μαύρος φθινόπουρος, καϋμέν’

Πικρός φαρμακωμένος, παλικάρια του Τζιοβαραλιά

Παίρνει και ζώνει τ’ άρματα, καϋμέν’

Κ’ αδράχνει το ντουφέκι, παλικάρια του Τζιοβαραλιά

Τζιοβαραλιάς = όνομα ενός κλέφτη, καπετάνιου

αδράχνω = αρπάζω