Δώδεκα χρό-, κι ωχ αμάν αμάν, δώδεκα χρόνια στο στρατό

Δώδεκα χρόνια στο στρατό, στη Λάρισα στο ιππικό

Αχ, και στη γραμμή γραμμένος, πόσο υπόφερα ο καϋμένος

Κανείς δεν ή-, κι ωχ αμάν αμάν, κανείς δεν ήρθε να με δεί

Αχ, κανείς κ’ απ’ τους δικούς μου, συγγενείς και ξαδέρφους μου

Μόνο μια νέ-, κι ωχ αμάν αμάν, μόνο μια νέα, π’ αγαπώ

Μόνο μια νέα, π’ αγαπώ, τρελαίνομαι όταν την ειδώ

Γράφει γράμμα και μου στέλνει, μυστικά μου παραγγέλνει

Ξένε μ’, στα ξέ-, κι ωχ αμάν αμάν, ξένε μ’, στα ξένα πώς περνάς

Ξένε μ’, στα ξένα πώς περνάς, ποιος μαγειρεύει και δειπνάς

Ποιος σε στρώνει και κοιμάσε και για μένα δεν θυμάσαι

Παίρνω την κου-, κι ωχ αμάν αμάν, παίρνω την κουβερτούλα μου

Παίρνω την κουβερτούλα μου, καϋμό που ’χει η καρδούλα μου

Αχ, και στρώνω και κοιμάμε και για ‘σένα συλλογάμε

 

χορεύεται

στη γραμμή γραμμένος=