Ένα Σαββάτο βράδι, μια κυριακή πρωί

Στον Άδη θα κατέβω και στον παράδεισο

Το Χάρο ν’ ανταμώσω, δυο λόγια να του πω

Χάρε, για χάρισε μου σαϊτες κοφτερές

Να πάω να σαϊτέψω δυο, τρεις μελαχροινές

Πο’ ‘χουν στα χείλι βάμμα, στο μάγουλο ελιά

Κ’ ανάμεσα στα στήθια χρυσή πορτοκαλιά

Που καν’ τα πορτοκάλια το χρόνο δυο φορές

 

βάμμα = διάλυμα φυτικής ή ζωικής ή και ανόργανης ουσίας σε οινόπνευμα από αυτό που χρησιμοποιούν για θεραπευτικούς λόγους, για την ποτοποιία και τη αρωματοποιία. ή μπογιά