Ένα νερό, κυρά Βαγγελιώ, ένα κρύο νερό

Από πούθε κατεβένει, Βαγγελιώ μου πινεμένη

Από γκρεμό, κυρά Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρέμιζεται

Και σε περιβόλι μπένει, Βαγγελιώ μου παινεμένη

Ποτίζει δέ-, κυρά Βαγγελιώ, ποτίζει δέντρα και κλαδιά

Γιεμ, ποτίζει κυπαρίσσια, ’σας, εσάς καλά κορίτσια

Ποτίζει κ’ έ-, κυρά Βαγγελιώ, ποτίζει κ’ έν’ αγιόκλημα

Γιεμ, που κάνει το σταφίλι σας της Βαγγελιώς τα χείλι

Κι όποιος το κό-, κυρά Βαγγελιώ, κι όποιος το κόβει κόβεται

Αχ, κι όποιος το τρώει πεθαίνει, Βαγγελιώ μου παινεμένη

Εγώ θα το κό-, κυρά Βαγγελιώ, εγώ θα το κόψω κι ας κοπώ

Θα το φάω κι ας πεθάνω κι άλλη αγάπη εγώ δεν κάνω