Πέρα σ’ εκείν’ τα σπί-, λε, τα σπίτια

Στ’ ανώια τα ψηλά, στον πέρα μαχαλά

Χτενίζονταν μιά κόρη

Μιά κόρη που ‘χε ξανθά μαλλιά, που ‘χε ξανθά μαλλιά

Κι ένας μπέης διαβέ-, λε, διαβένει

Με τ’ άσπρα στην ποδιά, με τ’ άσπρα στην ποδιά

Χτένιστα, κόρη μ’

Χτένιστα, γιε μου, τα ρούσσα τα μαλλιά, τα ρούσσα τα μαλλιά

Να στα γεμίσω τέ-, μωρέ, τέλια

Γιαννιώτικα φλωργιά, γιαννιώτικα φλωργιά

Δεν θέλω εγώ τα τέλιας

Μωρ’ μπέη, ούτε και τα φλωργιά, ούτε και τα φλωργιά

Εγώ θέλω παλικά-, παλικάρι ζομένο στα σπαθιά

 

Καθιστό

στ ‘ ανώια = στα μπαλκόνια, στο πάνω πάτωμα

τ’ άσπρα = τα λεφτά

γιε μου = χαϊδευτικό, χωρίς την έννοια του γιού, μπορεί να απευθύνετε και σε κοπέλα

τέλια = διακοσμητικές κλωστές στα μαλλιά των νυφών