Άνοιξαν τα δέντρα όλα, βάι μωρέ βάι

Και πρασίνισαν, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Άνοιξε και ’γώ η μπαχτσές μου, βάι μωρέ βάι

Και πρασίνισε, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Και βγήκα να σεργιανίσω, βάι μωρέ βάι

Με στο γιουλ μπάχτσε, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Βρήσκω κόρη που κοιμάτε, βάι μωρέ βάι

Στα τριαντάφυλλα, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Με μαντίλη σκεπασμένη, βάι μωρέ βάι

Και με μαχραμά, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Κι έσκυψα να την φιλίσω , βάι μωρέ βάι

Δεν με δέχτηκε , κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Πού ‘σαν, ξένε μ’, το χειμώνα, βάι μωρέ βάι

Όταν κρύωνα, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

Και μου ήρθες το καλοκαίρι, βάι μωρέ βάι

Που θερμένουμε, κυρά μ’ ‘ναγνώστενα

 

μαχραμάς = Άσπρο μαντήλι χοντρό δενόταν στο κεφάλι σαν πόσι.

Α). μεταχειρισμένα υφαντά που τα χρησιμοποιούσαν στο πάτωμα, Β). ξεφτισμένη πετσέτα, μαντήλι ή άλλο πανί, Γ). Προέλευση : από το τουρκ. mahrama.